- ιατροχημεία
- Όρος που αποδιδόταν στη χημεία των θεραπευτικών ουσιών κατά την περίοδο της Αναγέννησης. Βλ. λ. χημεία.
* * *η1. η εφαρμογή τής χημείας στην ιατρική για θεραπευτικούς σκοπούς2. η εξήγηση τών φυσιολογικών και παθολογικών φαινομένων ως καθαρώς χημικών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. iatrochimie < iatro- (πρβλ. ιατρός) + chimie (πρβλ. χημεία). Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Ιω. Αλεξανδρίδη].
Dictionary of Greek. 2013.